Επαρχιώτης και μικροαστός μεγάλωσε στη δεκαετία του ’50 ακούγοντας rock’n’roll. Little Richard, Buddy Holly, Bill Haley, Chuck Berry, Fats Domino, Ricky Nelson και θαυμάζει στις ταινίες τον James Dean, τον Marlon Brando και την Marylin Monroe. Θέλει να γράψει δικά του τραγούδια. Έχει το ταλέντο. Πιάνει την κιθάρα του και σαν ερασιτέχνης σχηματίζει μια σειρά από ροκ γκρουπ με τα οποία εμφανίζεται στις φοιτητικές εκδηλώσεις στο Χίμπινγκ και στα περίχωρα. Στα ινδάλματά του προστίθεται ο Hank Williams, ηγετική φυσιογνωμία της country και western μουσικής, αλλά και ο συγγραφέας Τζων Στάινμπεκ. Πριν μπει στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα ανακαλύπτει τον Woody Guthrie. Έως ότου στις αρχές της δεκαετίας του ’60 μπαίνει στους κύκλους της φολκ της Ν. Υόρκης και χαράζει το δικό του μουσικό δρόμο με «αποφασιστικότητα, φιλοδοξία και σχετική αναίδεια», όπως έγραψε ο Ουμπέρτο Φιόρι.

«Το 1951 πήγαινα στο δημοτικό. Ένα από τα πράγματα που μαθαίναμε υποχρεωτικά ήταν να κρυβόμαστε κάτω από τα θρανία για να φυλαχτούμε, όταν σήμαιναν συναγερμό οι σειρήνες, επειδή οι Ρώσοι μπορεί να μας έκαναν επίθεση με βόμβες. Μας είχαν πει επίσης ότι οι Ρώσοι μπορεί να έπεφταν με αλεξίπτωτα ανά πάσα στιγμή, πάνω από την πόλη μας. Ήταν οι ίδιοι Ρώσοι δίπλα στους οποίους είχαν πολεμήσει οι θείοι μου, λίγα χρόνια νωρίτερα. Τώρα είχαν γίνει τα τέρατα που έρχονταν να μας κόψουν το λαρύγγι και να μας κάψουν ζωντανούς. Μου φαινόταν αλλόκοτο. Ένα παιδί που ζει μονίμως με το φόβο χάνει τελικά το θάρρος του…».

Bob Dylan Triumpf.jpg

Το «Senor»

Ο μικρός Bob έβλεπε κι άκουγε τρένα, των οποίων το θέαμα και ο ήχος του δημιουργούσε μια αίσθηση ασφάλειας. Το ίδιο συναίσθημα ένοιωσα κι εγώ όταν τον πρωτοάκουσα μπαίνοντας στο υπόγειο διαμέρισμα μιας φίλης και γειτόνισσάς μου, της Σίσσυς Ευκαρπίδου, τον Μάρτιο του ’78 και το θυμάμαι γιατί είχε στο κομοδίνο της, το πρώτο τεύχος του «Ποπ και Ροκ» με τον Jimi Hendrix στο εξώφυλλο! Ένας ζεστός και οικείος ήχος ανάβλυζε από τα ηχεία. Έπαιζε το «Senor». Έμεινα σιωπηλός, συνεπαρμένος από την μουσική και την περίεργη φωνή του. Ανατρίχιασα. Τι ακούς; Bob Dylan, μου απάντησε. Είναι το «Street Legal», ο καινούργιος δίσκος του, μου είπε. Μου αρέσει πολύ, είπα αμέσως. Θα σου γράψω το Greatest Hits του σε κασέτα να τον ακούς, μου υποσχέθηκε. Και το έκανε! Θυμάμαι επίσης όταν τελείωσε η πλευρά του δίσκου που ακούγαμε, η Σίσσυ είπε: «Θα το βάλω πάλι από την αρχή, είναι πολύ ωραίο». Αυτή ήταν η πρώτη επαφή μου με τον Bob Dylan, στα 12 μου χρόνια και από τότε με συντροφεύει στη ζωή μου.

Τον Bob Dylan πολλοί τον αγαπούν και αρκετοί τον απεχθάνονται ίσως γιατί είναι μυστήριος στα μάτια τους.

Αρκετά χρόνια μετά θυμάμαι έχασα τη δουλειά μου στον «Cool Fm» επειδή έβαλα το «Hurricane» κι έπαιξε ολόκληρο μάλιστα. «Αυτός ο Dylan μου κάθισε στο λαιμό», μου είπε ο ιδιοκτήτης του σταθμού που τον θεωρούσε πολύ επαναστατικό, ως φαίνεται, για τα γούστα του. Φυσικά ήταν ένα από τα «παράσημα» της ζωής μου, να απολυθώ λόγω ενός τόσο σπουδαίου μουσικού που θαυμάζω απεριόριστα. Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία που έμειναν κολλημένοι στο αρχικό του προφίλ βέβαια δεν κατάλαβαν οποιαδήποτε αλλαγή ή αναζήτησή του που πολλές φορές προκάλεσε και τους πιο αφοσιωμένους οπαδούς του.

Bob Dylan reads.jpg

To “Hurricane” live

Και τι γίνεται με όλους αυτούς που τον αγάπησαν παθιασμένα κι ένοιωσαν κάποια στιγμή να τους προδίδει; Ο ίδιος απάντησε στη αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου»: «Ότι κι αν ήταν η αντικουλτούρα, την είχα μπουχτίσει. Είχα βαρεθεί πια να βγάζουν ένα σωρό εικασίες από τους στίχους μου και να διαστρέφουν το νόημά τους σε πολεμικές κάθε λογής, είχα βαρεθεί να με έχουν χρήσει Μεγάλο Αδερφό της Εξέγερσης, Αρχιερέα της Διαμαρτυρίας, Τσάρο της Αμφισβήτησης, Δούκα της Απείθειας, Ηγέτη των Παρασίτων, Καγκελάριο της Αποστασίας, Αρχιεπίσκοπο της Αναρχίας, Μεγάλο Αφεντικό».

Στο άκουσμα του ονόματος Bob Dylan μας έρχονται συνειρμικά τόσα τραγούδια στο μυαλό. Ο ίδιος ήταν παιδί του ραδιοφώνου πιτσιρικάς, άκουγε και ονειρευόταν. «Πάντοτε ήλπιζα ν’ ακούσω κάτι καλό στο ραδιόφωνο. Όπως τα τρένα και οι καμπάνες, ήταν κι αυτό κομμάτι από το σάουντρακ της ζωής μου. Γύρισα το κουμπί δεξιά κι αριστερά, και η φωνή του Roy Orbison ξεχύθηκε βροντερή απ’ τα μικρά ηχεία. Το καινούργιο του τραγούδι, «Running Scared», έσκασε σαν βόμβα μέσα στο δωμάτιο. Τον τελευταίο καιρό προσπαθούσα να ακούω τραγούδια με folk αποχρώσεις Brook Benton είχε κάνει σύγχρονη επιτυχία το «Boll Weevil». Στο ραδιόφωνο ακούγονταν οι Kingston Trio και οι Brothers Four. Μου άρεσαν οι Kingston Trio. Αν και το ύφος τους ήταν πολύ ραφιναρισμένο και κολεγιακό, μου άρεσαν τα περισσότερα κομμάτια που είχαν κάνει… Ο Roy Orbison όμως υπερέβαινε όλα τα είδη μουσικής – τη folk, την country, το rock’n’roll, σχεδόν τα πάντα. Τα κομμάτια του συνδύαζαν όλα τα είδη και μερικά που δεν είχαν εφευρεθεί ακόμη… Ήταν σαν να τραγουδούσε από την κορυφή του Ολύμπου και ότι έλεγε το εννοούσε 100%…».

BOB DYLAN 1.jpg

Τα πρώτα χρόνια

Τα χρόνια των 50ς και του rock’n’roll περνούσαν και ο Bob Dylan είχε μέσα του όλες εκείνες τις επιρροές που ρούφηξε ακούγοντας μουσική και είχε αρχίσει να νιώθει ότι είναι πια η σειρά του να μιλήσει: «Κανένας πλέον δεν άκουγε τον Elvis Presley. Είχαν περάσει χρόνια από τότε που έκανε το κόλπο με τους γοφούς του και μετέφερε το τραγούδι σε άλλους πλανήτες. Εγώ συνέχιζα να ανοίγω το ραδιόφωνο, πιο πολύ από συνήθεια παρά για άλλο λόγο. Δυστυχώς, ότι έπαιζε ήταν γλυκανάλατο και άσχετο με τα αντιφατικά ζητήματα των καιρών μας. Το ραδιόφωνο αγνοούσε τις ιδεολογίες του δρόμου, έτσι όπως αυτές εκφράστηκαν στο βιβλίο του Κέρουακ Στο δρόμο, στο Ουρλιαχτό του Γκίνσμπεργκ και στο βιβλίο του Κόρσο Βενζίνη, και σηματοδοτούσαν ένα καινούργιο είδος ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά πώς να περιμένει κανείς το αντίθετο; Τα σαρανταπεντάρια δισκάκια ήταν ανεπαρκή για κάτι τέτοιο. Αγωνιούσα να κάνω δίσκο, αλλά δεν ήθελα να βγάλω σινγκλάκια, σαρανταπεντάρια, σαν τα τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο. Τα LP μπορούσαν να σφυρηλατήσουν την μοναδικότητα του κάθε καλλιτέχνη και να επηρεάσουν τον κόσμο, έδιναν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Τα LP είχαν βαρύτητα. Είχαν εξώφυλλο με δύο όψεις, που μπορούσες να κάθεσαι και να το κοιτάς με τις ώρες. Δίπλα τους τα σαρανταπεντάρια ήταν αδύναμα και ημιτελή. Στοιβαγμένα το ένα δίπλα στο άλλο, έδειχναν τόσο ασήμαντα. Ούτως ή άλλως δεν είχα κανένα τραγούδι στο ρεπερτόριό μου για το εμπορικό ραδιόφωνο…».

BOB DYLAN rock-roll-bob-dylan.jpg

Τα πράγματα ήταν αρκετά υποτονικά στα τέλη του ’50 και στις αρχές του ’60 και ο Bob Dylan εντάχθηκε στο δυναμικό της Columbia έχοντας στο «οπλοστάσιό» του ένα αριθμό τραγουδιών που θα άνοιγαν ένα νέο μουσικό δρόμο. Δεν ήταν ραδιοφωνικά, αλλά είχαν την αξία τους, και το είχε αντιληφθεί αυτό ο κυνηγός ταλέντων John Hammond που τον πήγε στην Columbia που αναζητούσε κάτι καινούργιο και ενδιαφέρων τόσο μουσικά όσο και στιχουργικά. Δύο μόνο τραγούδια που άκουσε ήταν αρκετά για να καταλάβει το ταλέντο του.

Bob Dylan – Remember Me (When The Candle Lights Are Gleamin’)

Πώς ένοιωθε όμως ο Bob Dylan στις αρχές της δεκαετίας του 60; « Η Αμερική άλλαζε. Ένοιωθα ότι έτσι ήταν γραφτό και αφέθηκα να παρασυρθώ από τις αλλαγές. Είτε στη Νέα Υόρκη βρισκόμουν, είτε οπουδήποτε αλλού, ήταν το ίδιο πράγμα. Η συνείδησή μου άρχισε να αλλάζει κι αυτή, να αλλάζει και να διευρύνεται κόσμος με φώναζε πάντοτε ή Robert ή Bobby, αλλά το Bobby Dylan μου ακουγότανε πολύ επιπόλαιο, και επιπλέον υπήρχε ήδη ένας Bobby Darin, ένας Bobby Vee, ένας Bobby Rydell, ένας Bobby Neely και ένα σωρό άλλοι Bobbys. Το Bob Dylan όμως και έδειχνε και ακουγότανε καλύτερο από το Bob Allyn. Την πρώτη φορά που με ρώτησαν το όνομά μου στις Δίδυμες Πόλεις, ενστικτωδώς και αυτόματα, χωρίς να το σκεφτώ καθόλου, απάντησα απλώς Bob Dylan».

Με τον αυθόρμητη αυτή απάντησή του στην αυτοβιογραφία του, ο Bob Dylan, που γιορτάζει σήμερα και λίγο πριν τα 80 ου χρόνια, έριξε στην μουσική πιάτσα το όνομά που περνάει από γενιά σε γενιά με την ταχύτητα του φωτός καθώς η μουσική του εκπαιδεύει συνεχώς το νου και την ψυχή.

«Όπου και αν είμαι, είμαι ένας τροβαδούρος του ’60, ένα κατάλοιπο του folk-rock, ένας εργάτης των λέξεων από περασμένους καιρούς, ο μυθικός μονάρχης ενός τόπου που δεν ξέρει κανείς. Βρίσκομαι στο απύθμενο πηγάδι της πολιτιστικής λησμονιάς», λέει ο ίδιος και αφήνει τον κόσμο να τον φαντάζεται όπως θέλει: «Δεν ξέρω τι ονειρευόταν ο υπόλοιπος κόσμος, εγώ πάντως ονειρευόμουνα μια ζωή εννιά με πέντε, ένα σπίτι σε μια γειτονιά με δέντρα, με έναν άσπρο ξύλινο φράκτη και ροζ τριαντάφυλλα στην πίσω αυλή. Κάτι τέτοιο θα ήταν ωραίο. Αυτό ήταν το βαθύτερο μου όνειρο. Ύστερα από λίγο μαθαίνεις ότι η ιδιωτική ζωή είναι κάτι που μπορείς να το πουλήσεις, αλλά δεν μπορείς να το ξαναγοράσεις».

Bob Dylan – Barbara Allen

Πηγή: Γιάννης Αλεξίου/ ogdoo.gr

About Post Author

You May Also Like

More From Author

+ There are no comments

Add yours