Seawoolf, ο θαλασσόλυκος πήγε στο Κουκάκι

Το καινούργιο εστιατόριο στο Κουκάκι αλλάζει τον γαστρονομικό χάρτη της περιοχής.

Tώρα, το Κουκάκι δεν είναι αυτό που θα λέγαμε γραφική ή έστω ευχάριστη συνοικία για να ξεσηκωθεί κανείς από τις βολές του. Τελευταία, βέβαια, είναι πολύ ανεβασμένη, αλλά τουλάχιστον έχει αυτήν την ανακουφιστικά καθησυχαστική καθημερινότητα που δύσκολα μπορεί ακόμα να βρει κανείς στις συνοικίες του κέντρου τις Αθήνας… Κάποτε, η οδός Δημητρακοπούλου ήταν η αγορά: με Έβγες, μικρά μπακάλικα, μανάβηδες, χρυσά ψαλίδια, εδώδιμα – αποικιακά, πολλούς κλειδαράδες, μπουτίκ με καζάκες για εύσωμες, μικρά εστιατόρια, πιτσαρίες δευτέρας διαλογής, γαλακτοπωλεία, ένα ψαράδικο, κλπ, κλπ… Γλυκιά ζωή δηλαδή!

Από την άλλη πλευρά, αρχιτεκτονικά, εκτός από το πέριξ του λόφου του Φιλοπάππου σωζόμενο κομμάτι της, δεν θα πάρει κανένα βραβείο. Θύμα της αντιπαροχής, πυκνοδομημένη ήδη από τις δεκαετίες του’60 και του ’70, με πολυκατοικίες της μεσαίας τάξεως χωρίς κανένα ενδιαφέρον, εκτός από ένα: τις δύο στοές στις δυο πλευρές του δρόμου. Τη σηματοδοτούν στη μεν αρχή της  μία παιδική χαρά στριμωγμένη ανάμεσα σε ανισόπεδες διαβάσεις και καχεκτικά φυτά, για να καταλήξει προς το τέλος της, λίγο πριν βρει την οδό Μακρυγιάννη σε μία από τις μικρές εκκλησίες της Αθήνας: τον Άγιο Γιάννη. Όπως είναι όλη η Αθήνα δηλαδή: άσχημη και γοητευτική ταυτόχρονα…

Αυτά μέχρι πριν 10 χρόνια, γιατί με το που άρχισε η κρίση, άρχισε να ερημώνει και ο δρόμος. Φαλιμέντο σχεδόν όλα τα μαγαζιά μέχρι που πριν 5 περίπου χρόνια, ο συνδυασμός της γειτνίασης με το μουσείο της Ακρόπολης, το μετρό και η βραχυχρόνια μίσθωση των διαμερισμάτων (airbnb), άλλαξε δραματικά το ανθρωπολογικό και εμπορικό τοπίο. Κατά αρχήν πετάξανε έξω άρον- άρον με διάφορες προφάσεις, όλους τους παλαιούς ενοικιαστές των διαμερισμάτων για να τα διαμορφώσουν σε airbnb, οπότε οι περισσότεροι Έλληνες φύγανε από την περιοχή. Ωστόσο παράλληλα με αυτό, τα κλειστά εμπορικά αρχίσανε να ξανανοίγουνε δειλά με διαφορετικό αντικείμενο αυτήν τη φορά που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των ενοικιαστών της βραχυχρόνιας μίσθωσης. Lavomatic ας πούμε, κλπ.

Σας τα λέω όλα αυτά γιατί σε αυτήν την κάπως κουλή εποχή της κοινωνικής μεταβατικότητας, ήρθε και προσγειώθηκε σαν διαστημόπλοιο από άλλο πλανήτη, εν μέσω της πλήρους γαστρονομικής μετριότητας της περιοχής, το εστιατόριο Θαλασσόλυκος ή Seawoolf.

Τσιμπιόμασταν με τη φίλη μου για το πώς του ήρθε να ανοίξει εδώ που έχουνε φύγει οι πιο πολλοί κάτοικοι, δεν έχει parking και λοιπά. Αλλά αυτό που εμείς θεωρούμε μειονέκτημα μπορεί τελικά να μην είναι: είναι πολύ κοντά στο μετρό Ακρόπολη, έχει εκμεταλλευτεί αυτήν την ωραία στοά που σας έλεγα και πιο πάνω, έχει πολλούς περαστικούς (από αυτούς με τις βαλίτσες) που μελετούν τον κατάλογο και έπειτα κάθονται και τρώνε.

Το εσωτερικό είναι μια μεγάλη σάλα με ανοιχτή κουζίνα, με εμφανή μάλιστα σε κάποιο σημείο την παλαιά πέτρα του κτίσματος, ενώ το μωσαϊκό πάτωμα κρατάει ακόμα τους ήχους του παλιού κόσμου. Το μενού επικεντρώνεται στα θαλασσινά, με ιδιαίτερη έμφαση στα εποχιακά και πολλές φορές βιολογικά υλικά. Έχει μια καλή και μοντέρνα λίστα κρασιών σε πολύ προσιτές τιμές και σερβίρουν με τους τρόπους της υψηλής γαστρονομίας, ένα μενού σε τιμές κανονικές. Αυτό που μου άρεσε πιο πολύ, είναι ότι είναι μία οικογενειακή επιχείρηση. Όπως παλιά!

Δύο αδέλφια, από την Ήπειρο, που ο μεν ένας, ο Ηλίας Μπαλάσκας είναι ένας ταλαντούχος αλλά και έμπειρος σεφ, με θητεία στο «48», στην «Καλλίστη», στο «Κόκκινο ποδήλατο» και στο «Θαλασσινό», αλλά και στο δικό του το  «Oil Resto». Ο Ηλίας ασχολείται με τα της κουζίνας, ο δε αδελφός του, γνώστης των κρασιών είναι στη σάλα και σερβίρει.

Ξεκινήσαμε με μια χλιαρή μικρή σούπα από κρέμα καλαμποκιού με καπνιστή πέστροφα και γλιστρίδα. Για πρώτα, μοιραστήκαμε μία πράσινη σαλάτα με φρέσκα φασολάκια, αβοκάντο, κολοκύθι, τρίμμα αυγοτάραχο και λάιμ, μία  ταραμοσαλάτα με wasabi και τραγανά φύλλα νόρι (σαν mousse περισσότερο, πολύ καλή, αλλά μην τσιγκουνεύεστε το wasabi παιδιά, μας αρέσει να καιγόμαστε!), το παραδοσιακό –πια- cheviche γλώσσας μαριναρισμένης σε «γάλα τίγρης», (leche de tigre, χυμός λάιμ, καυτερή πιπεριά, κόλιαντρο), καθώς και μία φάβα με καπνιστό και ψητό σκουμπρί, καπαρόφυλλα και σχοινόπρασο!

Για κυρίως πήραμε έναν φρέσκο μπακαλιάρο τεμπούρα με σκορδαλιά αμύγδαλου και γλιστρίδα (πολύ νόστιμος και αυτός αλλά πιο πολύ σε σωστά τηγανισμένο μπακαλιάρο μας παρέπεμψε και ουχί σε τεμπούρα, πράγμα βεβαίως που δεν μας ενόχλησε γευστικά καθόλου…) και ραβιόλια χειροποίητα, με κιμά χταποδιού, ψητή ντομάτα, κρέμα και πέστο βασιλικού. Έντονη γεύση, αλλά και πολύ νόστιμα! Για γλυκό, μία ανάλαφρη λεμονόπιτα και μία, με πλούσια και γεμάτη γεύση mousse σοκολάτας με γλυκό βύσινο!

Τελικά δεν περνάς άσχημα στο Κουκάκι, το είχα στην μπούκα τα τελευταία χρόνια, μια και είχαν εξαφανιστεί και από το προσκήνιο πολλές παλιές μου φίλες, σαν την Πεπίτα ή τη βασίλισσα του χούλα χουπ Πίτσα… Παρηγορούμαι όμως με τη σκέψη, ότι ακόμα, στο τέλος της Δημητρακοπούλου εξακολουθεί να μένει η κλειδοκράτορας της πύλης της συνοικίας και αγαπημένη μου συγγραφεύς Ζυράννα Ζατέλη και λίγο πιο πριν ο καλός μου φίλος Αλέξανδρος Μασσαβέτας! Μήπως θα έπρεπε να βγάλω διαβατήριο και να ξαναρχίσω να πηγαίνω;

Δημητρακοποὐλου 35, Κουκάκι, 21 0922 9235

 

Δημήτρης Ξανθούλης

Πηγή:athensvoice.gr

About Post Author

+ There are no comments

Add yours